- τμηματικώς
- επίρρ. по частям
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τμηματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τμήμα 2. αυτός που γίνεται κατά τμήματα («τμηματικές εξετάσεις»). επίρρ... τμηματικώς και τμηματικά Ν κατά τμήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τμήμα, ατος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1835 στην εφημερίδα Εφημερίς… … Dictionary of Greek